πενητοκομος

πενητοκομος
    πενητοκόμος
    πενητο-κόμος
    2
    заботящийся о бедных, т.е. милосердный
    

(χεῖρες Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πενητοκομος" в других словарях:

  • πενητοκόμος — ον, Α αυτός που φροντίζει τους πένητες, τους φτωχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένης, ητος + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • πενητοκόμοι — πενητοκόμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενητοκόμοις — πενητοκόμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»